- φαφουτιάζω
- φαφουτιάζω και φαφουτιαίνω φαφούτιασα, αμτβ., γίνομαι φαφούτης (βλ. λ.), χάνω τα δόντια μου, ξεδοντιάζομαι: Ο παππούς φαφούτιασε και φοράει μασέλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.